- κολονάτος
- -η, -ο1. που έχει σχήμα κολόνας ή που έχει κολόνες: Ποτήρια κολονάτα.2. το ουδ. ως ουσ., κολονάτο παλιό ισπανικό ασημένιο νόμισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.